Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανασφαλής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασφαλής -ής -ές [anasfalís] Ε10 : που βρίσκεται σε ανασφάλεια ή που χαρακτηρίζεται από αυτήν. ANT ασφαλής: Είναι / νιώθει κάποιος ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασφαλής `αβέβαιος΄ σημδ. αγγλ. insecure]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασφαλής, -ής, -ές [anasfalís] (L)
  • ① insecure:
    • ανασφαλή οικοδομήματα |
    • ~ και φοβισμένη χώρα |
    • ο κόσμος είναι πιο ~ από ποτέ |
    • όσο .. στοχάζεται περισσότερο τα θέματα της ζωής (ο άνθρωπος) .., τόσο γίνεται πιο ανήσυχος και πιο ~ (Papanoutsos)
  • ② risky:
    • το αεροδρόμιο της πόλεως είναι το ανασφαλέστερο αεροδρόμιο της χώρας

[fr kath ανασφαλής ← K, PatrG ἀνασφαλής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go