Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστηλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1 : 1.επισκευάζω τις ζημίες ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου, και του ξαναδίνω την αρχική του μορφή χρησιμοποιώντας τα παλιά αρχιτεκτονικά μέλη: Aναστηλώθηκαν τα Προπύλαια / ο Παρθενώνας. 2. (ιστ., για τις εικόνες) κάνω αναστήλωση2: H αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες στα 843 μ.X.
[λόγ. < ελνστ. ἀναστηλ(ῶ) `βάζω πάνω σε κολόνα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. αναστήλωση]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναστηλώνω.
-
- Αναπαριστώ τιμητικά κάπ. ή κ. σε γλυπτό:
- (Λίβ. Sc. 635).
[μτγν. αναστηλόω. H λ. και σήμ.]
- Αναπαριστώ τιμητικά κάπ. ή κ. σε γλυπτό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστηλώνω [anastilóno] aor αναστήλωσα (subj αναστηλώσω), pass αναστηλώνεται (& 3pl αναστηλώνονται), aor αναστηλώθηκε (subj αναστηλωθεί)
- ① usu arche. restore (by rebuilding), reerect, rebuild:
- ~τα ερείπια |
- αναστήλωσαν τα μνημεία τους |
- ο νους αναστηλώθηκε μετά τους σεισμούς |
- ο αρχαιολόγος .. καθάρισε κι αναστήλωσε κι αποκάλυψε την Πομπηία (Panagiotop) |
- εργάτες πασκίζουν .. ν' αναστηλώσουν τους πεσμένους σφονδύλους (id.) |
- ο πύργος .. επισκευάζεται και αναστηλώνεται τώρα από την υπηρεσία του Περιηγητισμού (Floros) |
- το ιταλικό κράτος φροντίζει αναστηλώνοντας υπερβολικά να μην εξαλειφθεί κανένα κειμήλιο (Thrylos, adapted) |
- τα γκρεμισμένα μάρμαρα .. αναστηλώνονται· οι πεθαμένοι θεοί βγαίνουν απ' τη λήθη (Karagatsis)
- ⓐ eccl phr ~ τις εικόνες restore the icons in the churches (in 842 after the iconoclastic controversy):
- η Θεοδώρα αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες (Kanellop, adapted)
- ② fig restore, reestablish:
- ο Mιχαήλ H΄ ο Παλαιολόγος αναστήλωσε την ελληνική αυτοκρατορία στην Kωνσταντινούπολη (Karouzos, adapted) |
- (ο Gaiser) στο βιβλίο του .. προσπάθησε να αναστηλώσει την εσωτερική φιλοσοφία του Πλάτωνος (Skouterop) |
- η επανάσταση πρώτα ρίχνει, πρώτα γκρεμίζει κ' ύστερα αρχίζει ν' αναστηλώνει ό,τι γκρέμισε (Chourmouzios) |
- επαναστατικά νιάτα, έτοιμα να αναστηλώσουν .. τα αποσαθρωμένα "ιερά" (Papanoutsos)
[fr MG αναστηλώνω ← K ἀναστηλῶ ← AG ἀναστηλῶ (-όω) 'set up as or on a monument']
- ① usu arche. restore (by rebuilding), reerect, rebuild: