Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγυρίζω· παρατ. ενεγύριζα.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Γυρίζω πίσω, επιστρέφω:
- τις πάλι αναγύριζε και τις εμπρός ερχέτον (Θησ. H´ [907]).
- 2) Συστέλλομαι (απέναντι σε κάπ.):
- (Π. N. Διαθ. φ. 260β 22).
- 3) Aποκλίνω από την ευθεία οδό, εκτρέπομαι:
- οπού ’θελαν την εκκλησιάν κι ουδέν αναγυρίζαν (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 694).
- 1) Γυρίζω πίσω, επιστρέφω:
- Β´ Mτβ.
- 1)
- α) Aπομακρύνω:
- μηδέ αναγυρίσεις τον διά βαρύν κανόνα (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 297)·
- β) αποφεύγω κάπ. ή κ.:
- (Πανώρ. Δ´ 230)·
- τό ζητώ και θέλω αναγυρίζω (Πανώρ. A´ 214).
- α) Aπομακρύνω:
- 2) Παραπλανώ κάπ., απατώ:
- εγώ … την ήκρυβα και αναγύριζά σας (Διγ. Esc. 168).
- 3) Aισθάνομαι συστολή απέναντι σε κάπ., σέβομαι κάπ., υπολογίζω:
- ου σοφόν αναγυρίζει (ενν. η σπάθη) (Eρμον. Y 347).
- 1)
[<πρόθ. ανά + γυρίζω. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγυρίζω [anayirízo] &, ναγυρνώ & αναγερνώ, aor αναγύρισα, ppp αναγυρισμένος
- Ⓐ trans
- ① turn up (syn γυρίζω απάνω):
- αναγύριζε ψηλά τα μάτια του (Pasagiannis)
- ⓐ bring the upper down and vice versa, turn, turn over (syn αναστρέφω, αντιστέφω):
- ~ τα χώματα, την κοπριά, τα κάρβουνα κλ |
- το γύριζα, το αναγύριζα στο νου μου, μα δεν το πολυπίστευα (Kazantz) |
- poem είπε κι αναγερνούν στερνή ρουφιά την πλόσκα στο λαιμό τους (Kazantz Od 8.1328)
- ⓑ remake by removing the stitching, reversing the cloth, and resewing, turn (syn γυρίζω):
- ο ράφτης αναγύρισε το σακκάκι |
- αναγύρισα τα ρούχα μου, το παλτό μου κλ I had my clothes, coat turned (by the tailor)
- ② turn sideways or aside:
- poem παραπατάει, στυλώθη στην μπασιά κι αναγυρνάει με τρόμο | τα μάτια του τα μακροτσύνουρα στη νια και την κοχεύει (Kazantz Od 6.1153) |
- είπε κι αναγυρνάει την όψη του μην ποφανή το κλάμα (ποφανή = αποφανή; ib 8.919)
- ③ change (syn αλλάζω):
- κρίση και σκέψη να τους αναγυρίσης (Psichari)
- Ⓑ intr
- ④ turn up (ward) (syn γυρίζω [προς τ'] απάνω):
- αναγυρνάει και πέφτει μες στο νερό (Petsalis) |
- πασκίζουν ν' αναγυρίσουνε κατά τον ουρανό κι ανασκώνουν τα χέρια παρακαλετικά (Vlami)
- ⑤ turn again or back, return (syn επιστρέφω, γυρίζω ξανά or πίσω, ξαναγυρίζω, πισωγυρίζω):
- ~ πίσω |
- αναγυρνούν στο γλέντι |
- αναγύρισε απ' το φόβο του |
- τα κύματα χτυπούν σε βράχους κι αναγυρίζουν πίσω (Kazantz)
- ⓒ turn (syn γυρίζω):
- ακούστηκε που αναγύρισε στο κρεβάτι (Pasagiannis) |
- idiom phr αναγυρίζει το στομάχι or η καρδιά feel nausea, e.g. ανεγύρισε η καρδιά μου
- ⑥ walk about or around (syn κόβω βόλτες or αναγυρίδες):
- ο γιος τους αναγυρίζει στα σοκάκια
- ⓓ go around seeking:
- folks. τον κόσμον ανεγύρισα για να βρω αγάπην άλλη (Dimitrakos)
[fr MG αναγυρίζω 'turn', cpd w. pref ανα- & ByzG, PatrG γυρίζω]