Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγκαστικώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστικώς [anaŋgastikós] adv (L)
  • perforce, forcedly, necessarily (syn in αναγκαστικά):
    • ~ πήγα, ~ το έκαμα |
    • θα μείνω ~, γιατί βρέχει έξω |
    • κάποτε μπήκε ο ελληνικός χορός στα σχολεία ~ (Stratou) |
    • ποια ταινία δεν ξετυλίγεται ~ ειδυλλιακά στη Bενετία; (Athanasiadis-N) |
    • θα μπορούσαμε να φέρουμε κι άλλα παραδείγματα, που ~ μειώνουν την αντικειμενικότητα της έρευνας (Poulianos) |
    • όλα τα μορφώματα της ιστορίας ~ υποτάσσονται σ' αυτόν το σκοπό (Tsatsos)

[fr ByzG ← K, PatrG ἀναγκαστικῶς 'forcibly; cogently']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go