Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπολ- s. μπολ- (μπολιάζω, μπόλιασμα).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπολάω s. απολυώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπολή η [ambolí] Ο29 : (λαϊκότρ.) 1. πρόχειρο τεχνητό φράγμα το οποίο δημιουργείται σ΄ ένα σημείο της κοίτης ποτιστικού ρυακιού για την ανύψωση της στάθμης του νερού, έτσι ώστε να μπορεί αυτό να διοχετευτεί σε ψηλότερα σημεία. 2. τεχνητό ποτιστικό αυλάκι.
[ελνστ. ἐμβολή (προφ. [mb] ) `στόμιο ποταμού΄, αρχ. σημ.: `πέρασμα΄ με τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-emb > miamb > mi-amb] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπολή [ambolí] η, (& region. [abolí]) (& region. εμπολή)
- ① barrier blocking a central ditch (syn δέση, κόφτρα) region. (Cycl, Sterea) & lit:
- πήρε μια τσάπα κι άνοιξε την ~ του αυλακιού· το νερό χύθηκε στη γούρνα (Karagatsis) |
- poem σαν να 'σπασε ~ και πότισαν φτέρνα κορφή το νου μου (Kazantz Od 16.946)
- ② outlet drain or (irrigation) ditch (syn αυλάκι):
- φράξανε οι αμπολές |
- πάει στο νερόμυλο να στάξει τις αμπολές |
- ετοιμάζουμε τις αμπολές και τα αυλάκια για καμιά βροχή |
- idiom phr καλή 'ναι η ~ μα που νερό δεν έχει of individuals or things having defects in essentials |
- folkt αφού πήγε πήγε, βλέπει μιαν ~, ένα χαντάκι με λίγο νερό (Megas) |
- το νεράκι μουρμουρίζει στις αμπολές (Panagiotop) |
- το τρεχούμενο νερό, που κατέβαζε η ~ στο μοναστήρι, γιόμιζε με το τραγούδι του τον τόπο (Prevelakis) |
- το νερό κατέβαινε κελαρυστό μέσα στα τσιμεντένια αυλάκια ... και χύνονταν στις αμπολές όπου το τσάπιζαν ο κηπουρός με τη γυναίκα του (Vasilikos) |
- poem στο Mεσαγρό στην ~ | χύθηκε χτες αίμα πολύ. | Δυο καλονιοί νοικοκυραίοι, | γειτόνοι, συναυλακαραίοι, | μαχαιρωθήκανε κλ (Theros)
- ③ fountain, spring (syn αναβάλλουσα, ανάβρα, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο, μάνα, πηγή):
- είχε το εξοχικό σπιτάκι μιαν ~ που έτρεχε γάργαρο νερό (Kampouroglou) |
- poem στα πιο ανοιχτά ανεβαίνοντας της θάλασσας, μονάχη | γλυκού νερού ~ (Sikel) |
- να γίνουν οι τραχιές λαχτάρες του | μια ~ γλυκού νερού, ένα κελαρυστό ρυάκι (Spanias)
- ④ water of a ditch (Attica, Cycl) [fr LMG αμπολή (doc of 1749) ← MG εμπολή
[embolí] ← K ← AG ἐμβολή; pl-n Eμπολή for a copious fountain, w. whose water the area is irrigated, in Chios, Naxos etc, so also Aμπολή, Aμπολάδες elsewhere]
- ① barrier blocking a central ditch (syn δέση, κόφτρα) region. (Cycl, Sterea) & lit:
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπολιάρης, επίθ.· ουδ. αμπολιάρι.
-
- Σημαδεμένος, διαλεχτός·
- (το ουδ. ως ουσ.) το εκλεκτότερο πρόβατο του ποιμνίου, προορισμένο να δωρηθεί σε αγαπημένα πρόσωπα:
- Tο προβατάκι … οπού ’χα τση κεράς μου αμπολιάρι (Bοσκοπ. 450).
- (το ουδ. ως ουσ.) το εκλεκτότερο πρόβατο του ποιμνίου, προορισμένο να δωρηθεί σε αγαπημένα πρόσωπα:
[<εμβολιάζω + κατάλ. ‑ιάρης. H λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Σημαδεμένος, διαλεχτός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπόλιαστος -η -ο [abólastos] Ε5 : (συνήθ. για φυτά) που δεν τον έχουν μπολιάσει, που δεν είναι μπολιασμένος, ο ανεμβολίαστος: Ελιά / τριανταφυλλιά αμπόλιαστη. Tα δέντρα που έμειναν αμπόλιαστα δεν έδωσαν καλό καρπό.
[α- 1 μπολιασ- (μπολιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπόλιαστος, -η, -ο [ambóljastos] (& region. [abóljastos])
- ① ungrafted, of trees (syn in ακέντριστος 2):
- αμπόλιαστο δέντρο ungrafted tree |
- ελιά αμπόλιαστη, αγριαπιδιές αμπόλιαστες |
- τα δέντρα έμειναν αμπόλιαστα |
- έχω καμιά τριανταριά γκορτσιές αμπόλιαστες
- ② unvaccinated (syn αβατσίνωτος, ant βατσινωμένος, μπολιασμένος):
- τα παιδιά δεν πρέπει να μείνουν αμπόλιαστα, γιατί η βλογιά θερίζει κόσμο εφέτος
- ③ not infected w. a contagious disease:
- δεν έμεινα ~ από το δάγκειο ούτε γω
- ④ fig not affected, uninfluenced:
- (ο Bιζυηνός) έμεινε απόλυτα πιστός στην παράδοση της φυλής του, κράτησε την ελληνική ψυχή του ατόφια, γνήσια, καθαρή, αμπόλιαστη από κάθε ξενική κι αταίριαστη επίδραση (Melas)
[cpd w. μπολιαστός ← εμβολιαστός: μπολιάζω ← εμβολιάζω]
- ① ungrafted, of trees (syn in ακέντριστος 2):