Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάλαγος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμάλαγος, επίθ.
  • 1) Άθικτος, ανέπαφος:
    • Bυζιά σφιχτά, αμάλαγα (Eυγέν. 721).
  • 2) Kαθαρός, διαυγής:
    • το αμάλαγον, το άδολον ποτάμιν (Λίβ. Esc. 2458).
  • 3) Aγνός, απονήρευτος:
    • φιλιάν αμάλαγη (Eρωτόκρ. A´ 10).

[<στερ. α‑ + μαλάσσω. H λ. (για την οποία βλ. LBG) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. χτος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάλαγος, -η, -ο [amálaγos]
  • ① not made soft, unsoftened or unsusceptible to softening (through any kind of processing) (syn αμαλάκωτος, αμάλαχτος, ant μαλαγμένος, μαλακωμένος):
    • ~ ασβέστης
  • ② untouched (syn άγγιχτος, άθικτος, ανέπαφος, παρθενικός):
    • μια κοπέλα με αμάλαγη σάρκα |
    • αμάλαγο κορμί |
    • ~ κόρφος, αμάλαγα στήθια |
    • χόρευαν με κείνα τα στήθη τους τ' αμάλαγα (Myriv) |
    • folks. τον κόρφο τον αμάλαγο, τ' αμάλαγο κορμί σου (Epir)
  • ⓐ chaste, pure (syn αγνός, παρθενικός):
    • κόρη, κοπέλα αμάλαγη |
    • μια αμάλαγη παρθένα |
    • poem συ που παραστέκεις, | η αμάλαγη κ' η απάρθενη, | το πάλεμα της αγκαλιάς (Sikel) |
    • κορίτσια σέρνω αμάλαγα, καρδούλες κλέβω μόνο (Athanas)
  • ③ unalloyed, unadulterated, pure, genuine (syn γνήσιος, καθαρός) of metals & wax:
    • αμάλαγο χρυσάφι pure gold |
    • ~ χαλκός |
    • αμάλαγo ατσάλι |
    • κερί αμάλαγο |
    • | In lit |
    • folks. να βρέξει χιόνια και νερά κι αμάλαγο χρυσάφι (Theros) |
    • poem ω όψη σκληρή και σκαλιστή | στον κόκκινο αμάλαγο χαλκό! (Sikel)
  • ⓑ fig pure, genuine (syn αγνός, γνήσιος, καθάριος):
    • μια γενιά αμάλαγη |
    • (ο Mυριβήλης) είναι φύτρα της ελληνικής γης καθάρια, αμάλαγη (Tsatsos) |
    • αμάλαγη θεότητα |
    • αμάλαγη ομορφιά, e.g. αγόρια και κορίτσια έλαμπαν με την αμάλαγη ομορφιά τους (Panagiotop) |
    • αμάλαγη σκέψη |
    • ~ στοχασμός |
    • αμάλαγη έκφραση |
    • αμάλαγη λυρική ουσία |
    • ένας άρτιος άνθρωπος δεν πρέπει να παραδοθεί στην αμάλαγη γλύκα (Kazantz) |
    • το φως είναι τόσο δυνατό, τόσο αγνό και αμάλαγο (Sfakianakis) |
    • η σχέση τους ... διάφανη, αμάλαγη, καμωμένη από καθαρή τρυφεράδα κι αφοσίωση έξω από τον πόθο του κορμιού (Roufos) |
    • poem να και οι τουρκόγυφτοι, οι σκηνίτες, | η αμάλαγη, η καθάρια γέννα! (Palam)
  • ④ not made use of, uncut, unpastured, virgin (syn αβόσκητος, παρθενικός):
    • ~ τόπος |
    • αμάλαγο λιβάδι |
    • αμάλαγη πλαγιά |
    • αμάλαγο χορτάρι |
    • αμάλαγη βοσκή |
    • poem γροικάω κοπάδια ολόγυρα σα σαλαγάν οι βλάχοι | σ' αμάλαγο ανθολίβαδο, σε λαγκαδιά νερούσια (Athanas) |
    • αθέριγο κι αμάλαγο θα σε ταγίσω ανθέμι (id.)
  • ⑤ unyielding, obdurate (syn άκαμπτος, αμάλαχτος 3):
    • άξιος και βαρύς κι ~, το καύχημα του Παλατιού |
    • ο Πρωτοσπαθάριος! (FPolitis) |
    • στη στεγνή αμάλαγη τούτη χώρα παράγεται ένα οξύ που λιώνει κάθε λίπος, βάζει σε δοκιμασία κάθε στόμφο |
    • το πνεύμα του κριτικού ελέγχου (Terzakis)

[fr MG αμάλαγος, cpd w. μαλαγ-: μαλαγμένος, ppp of μαλάσσω; cf also αμάλαχτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες