Παράλληλη αναζήτηση
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξο- [alakso] 1st me of cpds
- :
- αλλαξοβασιλίκι, αλλαξοβρόχι, αλαξοδρομώ, αλλαξοκαιριά, αλλαξόπιστος, αλλαξοφεγγαριά
- etc
[fr stem of aor άλλαξα - αλλάξω w. -ο- composition vowel of verb αλλάσσω - αλλάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαξοβασιλίκι το.
-
- Aναστάτωση που προέρχεται από αλλαγή πολιτικής κατάστασης:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 56224).
[<αόρ. του αλλάσσω + ουσ. βασιλίκι. Πβ. λ. αλλαξοβασιλεία τον 11. αι. (LBG). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aναστάτωση που προέρχεται από αλλαγή πολιτικής κατάστασης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοβασιλίκι [alaksovasilíci] το, region. (Crete, Mani)
- change of political situation (syn L μεταπολίτευση) and disturbance resulting therefrom:
- ήρθε τ' ~
[fr LMG αλλαξοβασιλίκι, cpd w. βασιλίκι]
- change of political situation (syn L μεταπολίτευση) and disturbance resulting therefrom:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοβρόχι [alaksovró i] το,
- change of weather to rain
[cpd w. βροχή w. suff -ι (fr -ιν ← -ιον); cf πρωτοβρόχι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξογλωσσία [alaksoγlosía] η,
- change of language:
- η ~ μου αυτή θα μπορή να χρησιμεύη σε μερικούς που με στραβοβλέπουν ... για επιχείρημα εναντίον μου (Palam)
[cpd w. γλώσσα & suff -ία]
- change of language:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξογνωμίζω [alaksoγnomízo] (& αλλαξογνωμώ)
- ① change one's mind, change opinion:
- εύκολα αλλαξογνωμούν οι γυναίκες (Theotokis) |
- εγώ δεν πάσκισα να την κάμω ν' αλλαξογνωμίση (Vlami)
- ② cause one to change his mind:
- (τρόμαξε) μη λάχη και τούτος ο Κωνσταντίνος τ' αλλαξογνωμίση και τ' άλλα παιδιά (Panagiotop)
[der of αλλαξόγνωμος w. suff -ίζω]
- ① change one's mind, change opinion:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξόγνωμος, -η, -ο [alaksóγnomos]
- changing one's mind, fickle:
- poem σε Αθηναίους αλλαξόγνωμους τώρα μπροστά την απάντηση θέλει να δώση (Stavrou Ar)
[cpd w. γνώμη]
- changing one's mind, fickle:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξογυρίζω [alaksoyirízo]
- ① trans change repeatedly over the heads of the bridegroom and the bride during the wedding ceremony:
- θ' αλλαξογύριζε με το καλό τα στέφανα (Vlami)
- ② intr change one's political views (syn αλλάζω πολιτικό φρόνημα):
- poem να καταντάω ανεπιθύμητος, μόλις ανεκτός | γι' άλλους επικίνδυνος, όταν, όχι ν' αλλαξογύριζα, | μα κάπως λιγότερο να νοιαζόμουν (Patrikios)
[cpd w. γυρίζω]
- ① trans change repeatedly over the heads of the bridegroom and the bride during the wedding ceremony:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοδρόμηση [alakso∂rómisi] η, (fig)
- change of course:
- εδώ πια τερματίζεται η μακριά, η γεμάτη από ανακοπές και αλλαξοδρομήσεις απαγωγική μέθοδος από την ιδέα του δικαίου στην ιστορική πράξη (Tsatsos)
[der of αλλαξοδρομώ]
- change of course:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοδρόμισμα [alakso∂rómizma] το,
- change of course:
- poem εσύ δεν κεντούσες στο προαύλιο κάτω απ' τη λεύκα | μ' όμορφα χρώματα σε λευκασμένο υφάδι | τ' ~ του ήλιου; (Ritsos)
[der of αλλαξοδρομίζω (s. αλλαξοδρομώ)]
- change of course: