Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
αθός ο,
βλ. ανθός.
[Λεξικό Γεωργακά]
αθός s. ανθός.
[Λεξικό Κριαρά]
άθος (I) ο.
  • Tέφρα, στάχτη:
    • καίγεται (ενν. το πουλί) κι άθος γίνεται και πάλι ξανανιώνει (Eρωτόκρ. B´ 254).

[<ουσ. άνθος, αν όχι σχετ. με τα αίθω, αιθάλη. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
άθος (II) το,
βλ. άνθος.
[Λεξικό Γεωργακά]
άθος1 s. άνθος.
[Λεξικό Γεωργακά]
άθος2 [áθos] ο, region. (& αθός)
  • ashes (syn στάχτη, τέφρα):
    • σήκωσε τον άθο από την παραστιά

[fr MG άθος m ← AG ἄνθος n]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες