Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγουράδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγουράδα η [aγuráδa] Ο25α : (προφ.) η στυφάδα του άγουρου καρπού.

[άγουρ(ος) -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγουράδα [aγurá∂α] η, region.
  • ① want of ripeness, unripeness
  • ② uncultivable land or spot (syn χερσάδα)

[der of άγουρος w. suff -άδα; cf στυφάδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go