Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγλωσσία η [aγlosía] Ο25 : αδυναμία να χρησιμοποιήσει κανείς σωστά τη γλώσσα του, ανεπαρκής γνώση της μητρικής γλώσσας: H διγλωσσία οδηγεί στην ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγλωσσία `έλλειψη ευφράδειας΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγλωσσία [aγlosía] η,
- ① lack of knowledge of the language, insufficient training in the language:
- σήμερα μας δέρνει η ~ |
- η ~ τους (sc των αποφοίτων του δημοτικού)... συνυφαίνεται με πολύ μεγαλύτερη παρά στους παλαιούς καιρούς πνευματική αναρχία (Geros) |
- είναι η ~ που πολύ φυσικά οδήγησε... προς τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό (Dimaras) |
- τάχα η διδασκαλία της δημοτικής οδήγησε στην ~... η ιστορική αλήθεια είναι |
- την ~ την εδημιούργησε η αρχαιοτροπία και μόνη (id.) |
- το συντρίμμι το θλιβερό... το πλούτισαν με την αναιδέστατη αμάθειά τους, με την ~ τους και το μεταμόρφωσαν σ' ελεεινό κι αξιοθρήνητο κατασκεύασμα (Panagiotop)
- ② want of eloquence (syn έλλειψη ευγλωττίας) .
- ① lack of knowledge of the language, insufficient training in the language: