Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαλματάκι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλματάκι [aγalmatáci] το,
  • statuette (syn μικρό άγαλμα, αγαλμάτιο):
    • κομψά αγαλματάκια |
    • μικρά πώρινα αγαλματάκια |
    • μπρούτζινο or χάλκινο ~ |
    • ένα κούφιο γύψινο ~ |
    • ~ του Aπόλλωνα (L Aπόλλωνος), ~ της Aφροδίτης |
    • ο εργάτης πήρε στα χέρια του ευλαβητικά το ~ σα να ήταν κόνισμα χριστιανικό (Palam) |
    • είχε... κ' ένα σωματάκι... λεπτό και κανονικότατο σαν ~ (Xenop) |
    • το βρεμένο μαγιό έχει κολλήσει πάνω στο ψημένο της κορμί, γυαλιστερό σα χάλκινο ~ (KPolitis) |
    • poem λάδι στην κόμη | στεφανωμένη με σκοινί, | ίσως και άλλα αρώματα |...| κι αγαλματάκια στα δάχτυλα | προσφέροντας μικρούς μαστούς (Seferis) |
    • πουλιά στους ώμους της κι αγαλματάκια από ήσκιο (NPappas)

[der of άγαλμα; cf αγαλμάτιο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go