Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβροχιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αβροχία η.
  • Έλλειψη βροχής, ξηρασία:
    • εγίνην πείνα μεγάλη απού αβροχίαν (Mαχ. 123).

[μτγν. ουσ. αβροχία. Τ. ιά στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβροχιά [avroçá] η, region.
  • lack of rain, dryness, drought (syn αναβροχιά, ανεριά, ξηρασία):
    • στην ~ κοράκιαζαν κι αυτοί από τη δίψα μαζί της (Kazantz)

[fr AG ἀβροχία id.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go