Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβλέπτημα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αβλέπτημα [avléptima] το, (L)
  • oversight, erratum (syn παρόραμα, σφάλμα):
    • επικρίνει τη μέθοδο, τις ανακρίβειες και τα αβλεπτήματα των προγενέστερών του... ιστορικών (Vacalop)

[fr K ἀβλέπτημα id.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go