Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβγάτισμα το [avγátizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αβγατίζω.
[αβγατισ- (αβγατίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβγάτισμα [avγátizma] το,
- increase, augmentation, enlargement (syn μεγάλωμα):
- ~ του σκοινιού, της τιμής του καπνού |
- το φόρεμα θέλει ~ |
- οι οικονομικές συνθήκες του σπιτιού... συντελούν στην καθυστέρηση ή στο ~ της αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών the financial situation of the home... affects the retardation or growth of the reading ability of the pupils (Geros).
- increase, augmentation, enlargement (syn μεγάλωμα):