Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθή [avaθí] τα, (L) naut & ocean.
- shallow waters, shallows (syn in άβαθα); phr επικίνδυνα ~ shelves; ocean overfalls and tide-tips
[n pl of αβαθής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαθής -ής -ές [avaθís] Ε10 : που δεν έχει βάθος, άβαθος, ρηχός. ANT βαθύς: Tα αβαθή σημεία της θάλασσας. || (ως ουσ.) τα αβαθή, τα ρηχά.
[λόγ. < ελνστ. ἀβαθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθής, -ής, -ές [avaθís] (L)
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):
- αβαθείς λάκκοι σκαμμένοι στο βράχο shallow pits dug in the rock |
- δέντρο με αβαθείς ρίζες shallow-rooted tree
- ② not profound, superficial (syn επιπόλαιος):
- η ~ εκτέλεση του χορικού the shallow performance of the part |
- ένας ~ και περιορισμένος κατά πλάτος καθορισμός a determination shallow and restricted in breadth.
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):