Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έγκυος -ος -α -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έγκυος, επίθ.
  • (Προκ. για γυναίκα και ζώο θηλυκό) έγκυος:
    • (Φλώρ. 122), (Φυσιολ. (Legr.) 19).
  • Το ουδ. ως ουσ. = έμβρυο:
    • χρόνους πενήντα το βαστά το έγκυον η θήλη (Φυσιολ. (Legr.) 20).

[αρχ. επίθ. έγκυος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγκυος -ος / -α -ο [éngios] Ε15 : α.(θηλ.) για γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης· (πρβ. γγαστρωμένη, εγκυμονού σα): Είναι ~, είναι σε ενδιαφέρουσα. Είναι έξι μηνών ~. Έμεινε ~. Tην άφησε / την κατέστησε έγκυο. || (συνήθ. ως ουσ.) η έγκυος: Εγκατάλειψη εγκύου. β. (και στα τρία γραμματικά γένη) για ζώο θηλυκού φυσικού γένους που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < αρχ. ἔγκυος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go