Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άβουλα, επίρρ.
-
- Άθελα, χωρίς τη θέληση, χωρίς τη συγκατάθεση κάπ.:
- ας ξηβούμεν άβουλα, … δίχως βουλήν και θέλημαν πατρός σου και μητρός σου (Iμπ. 491).
[<επίθ. άβουλος. H λ. και σήμ.]
- Άθελα, χωρίς τη θέληση, χωρίς τη συγκατάθεση κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβουλα [ávula] adv
- ① without thinking, unthinkingly, thoughtlessly (syn άκριτα, απερίσκεπτα, άσκεφτα):
- {το φως} με ρίχνει στην ημέρα που την περνώ ~ (Palam) |
- πηγαίνω όπου με πάνε, αφίνω ~ τον εαυτό μου στην τύχη (Theotokas) |
- όλο πήγαινα, δίχως να ξέρω, έτσι ~ κι όλο φώναζα |
- Λενιώ! (KPolitis) |
- poem κι ως σέρναμε ~ δίχως σκοπό τα βήματά μας | ήτανε σα να μοιάζαμε εραστές απελπισμένους (GVafop)
- ② without one's consent, unwillingly (syn άθελα):
- να πας, είπε ~ ο πατέρας (Melas) |
- {ο κόσμος} επροτίμησε τυφλά και ~ το μονοπάτι που αρνείται το χθες (Kasimatis) |
- κανένα απ' τα πνεύματα εκείνα δεν υποτάχθηκε ~ στις συνθήκες αυτές (Ploritis) |
- poem κι ~ το σοφό ένστικτό μου πάντα έχω ακλουθήσει (Diktaios) |
- δε λαθεύει κανείς ~ δέκα φορές το ίδιο λάθος (SValioulis)
[fr MG άβουλα 'unthinkingly' & 'unwillingly', this fr άβουλος]
- ① without thinking, unthinkingly, thoughtlessly (syn άκριτα, απερίσκεπτα, άσκεφτα):