Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άβολος, επίθ.
-
- Aπρόσιτος, δυσκολοπλησίαστος:
- εις άλλον τόπον πλια κουρφό και άβολο (Φαλιέρ., Iστ. 386).
[<στερ. α‑ + ουσ. βολή. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aπρόσιτος, δυσκολοπλησίαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβολος -η -ο [ávolos] Ε5 : ANT βολικός. 1. (για πργ.) που δεν έχει ή δεν παρέχει βολή 2, άνεση, ευκολία: Άβολο κάθισμα / κρεβάτι. ANT αναπαυτικό. Tο σπίτι ήταν μικρό και άβολο. H ζωή στο καράβι ήταν κάπως άβολη. || Mου είναι πολύ άβολο να περάσω από το σπίτι σου, δε με βολεύει. 2. (σπάν., για πρόσ.) δύσκολος· ανάποδος: Είναι τόσο ~, που δύσκολα μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.
άβολα ΕΠIΡΡ: Tα πράγματα του ήρθαν πολύ ~. Aισθανόταν πολύ ~ ανάμεσα σε τόσους άγνωστους ανθρώπους. [μσν. άβολος < α- 1 βολ(ή) 2 -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβολος, -η, -ο [ávolos]
- ① of things and abstracts, difficult to use, unwieldy, untoward, incommodious, inconvenient:
- άβολη οικοδομή, άβολο σπίτι (κελί), άβολα καθίσματα (παγκάκια), ~ δρόμος, άβολο θέατρο, άβολο ταξίδι, άβολο εργαλείο unwieldy tool |
- άβολη εποχή |
- τόνε κράζαμε με το βαφτιστικό του, γιατί τ' άλλο ήτανε πολύ μακρύ και άβολο (Myriv) |
- πολυπρόσωπες συνθέσεις μέσα στο υποχρεωτικό και άβολο σχήμα ενός τριγώνου (Miliadis)
- ⓐ phr είναι άβολο να + subj it is inconvenient to (syn είναι ενοχλητικό or μπελάς να)
- ② of persons, awkward, peevish, cross, difficult to handle (syn αβόλευτος, ανάποδος, δύσκολος, δύστροπος):
- είναι ~ άνθρωπος |
- άβολη γυναίκα
[fr post-MG άβολος 'inaccessible', cpd w. βολή 'facility, convenience']
- ① of things and abstracts, difficult to use, unwieldy, untoward, incommodious, inconvenient: