Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άβολα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άβολα [ávola] adv
  • ① unsuitably, inconveniently, uncomfortably (syn όχι βολικά):
    • έτσι που είναι συγυρισμένο το δωμάτιο μου έρχεται ~ |
    • ένας λαός πρακτικός δέχεται να κατοική τόσο ~ (Michelis)
  • ② unfavorably, contrarily (syn ανάποδα, αντίξοα):
    • το πράγμα μού ήρθε ~ |
    • poem σα διαβαίνει | κοπάδι τους βυθούς και το τσακώνουν | με τον πανάρχαιον αργαλειόν, οργώνουν | έτσι ~ τη γης, που ό,τι να μένη | στο γιαλό δε βολεί κλ (Mammelis).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go