Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "-αινα"
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς 1)· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού 1, -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.

[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (< θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
-αινα [ena] andronym suff
  • 'wife of so-and-so', w. given names or surnames or occupational designations, e.g. Γιώργαινα (Γιώργης):
    • Δημήτραινα (Δημήτρης), Δημητριάδαινα (Δημητριάδης), Iωαννίδαινα (Iωαννίδης), Mαυρομιχάλαινα (Mαυρομιχάλης), γιάτραινα (γιατρός), ξενοδόχαινα (ξενοδόχος), χασάπαινα (χασάπης) etc

[fr MG -αινα ← K; cf AG -αινα in γείταινα (γείτων), δράκαινα (δράκων), λέαινα (λέων), Λάκαινα (Λάκων) etc, hence generalized, e.g. λύκαινα (λύκος) etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go