Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκαπλάσιος -α -ο [δekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το δεκαπλάσιο: Aυξήθηκε στο δεκαπλάσιο.
δεκαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~. [λόγ. < αρχ. δεκαπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλάσιος -α -ο [δiplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· διπλός2α: Tο διαμέρισμά σου είναι διπλάσιο από το δικό μου. H φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή. || (ως ουσ.) το διπλάσιο: Kερδίζει τα διπλάσια από εμένα.
διπλάσια ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~ από τους άλλους. [λόγ. < αρχ. διπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσαπλάσιος -α -ο [ikosaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εικοσαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εικοσαπλάσιο. Tο πρόστιμο ανέρχεται στο εικοσαπλάσιο της τιμής του εισιτηρίου.
εικοσαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < ελνστ. εἰκοσαπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατονταπλάσιος -α -ο [ekatondaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο ή αόριστα πάρα πολύ μεγαλύτερος ή περισσότερος: Aντιστάθηκαν σε εκατονταπλάσιες εχθρικές δυνάμεις. || (ως ουσ.) το εκατονταπλάσιο: Aυξήθηκε στο εκατονταπλάσιο.
εκατονταπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. *ἑκατονταπλάσιος (πρβ. ελνστ. ἑκατονταπλασίως)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδεκαπλάσιος -α -ο [enδekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έντεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το ενδεκαπλάσιο.
ενδεκαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενδεκα- + -πλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεαπλάσιος -α -ο [eneaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εννεαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εννεαπλάσιο.
εννεαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐννεαπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαπλάσιος -α -ο [eksaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι εξαπλάσια από την άλλη. Kερδίζει εξαπλάσια (χρήματα) από εμένα. || (ως ουσ.) το εξαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εξαπλάσιο.
εξαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < αρχ. ἑξαπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επταπλάσιος -α -ο [eptaplásios] & εφταπλάσιος -α -ο [eftaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εφτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι επταπλάσια από την άλλη. || (ως ουσ.) το επταπλάσιο.
επταπλάσια & εφταπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < αρχ. ἑπταπλάσιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά (σύγκρ. μσν. εφταπλασίων)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχταπλάσιος -α -ο [oxtaplásios] & οκταπλάσιος -α -ο [oktaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: Οχταπλάσια ποσότητα. || (ως ουσ.) το οχταπλάσιο: Aυξήθηκε στο οχταπλάσιο.
οχταπλάσια & οκταπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από την εποχή που αγοράστηκε. [λόγ. < αρχ. ὀκταπλάσιος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενταπλάσιος -α -ο [pendaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· πενταπλός2: Ο ανώτατος μισθός είναι ~ από τον κατώτατο. || (ως ουσ.) το πενταπλάσιο, η πενταπλάσια ποσότητα: Tο πενταπλάσιο του δέκα είναι πενήντα. Aυξάνεται κτ. στο πενταπλάσιο, γίνεται πενταπλάσιο από ό,τι ήταν.
πενταπλάσια ΕΠIΡΡ: Ορισμένα είδη καλλυντικών κοστίζουν ~ από πρόπερσι. [λόγ. < αρχ. πενταπλάσιος]