Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "σώσιμο 2"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσιμο 2 το : η ενέργεια του σώνω· τέλειωμα, εξάντληση.

[σωσ- (σώνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go