Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "προορατικός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προορατικός -ή -ό [prooratikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προβλέπει κτ., που προνοεί για κτ., προνοητικός.

[λόγ. < αρχ. προορατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες