Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "αμοραλιστής"
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμοραλιστής ο [amoralistís] Ο7 θηλ. αμοραλίστρια [amoralístria] Ο27 : (φιλοσ.) αυτός που υπερβαίνει συνειδητά τους ηθικούς κανόνες χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τη συνείδησή του, που δε δέχεται να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του με βάση τους ηθικούς κανόνες. || άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές.

[λόγ. < γαλλ. amoraliste (-iste = -ιστής)· λόγ. αμοραλισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμοραλιστής [amoralistís] ο,
  • amoralist

[fr Fr amoraliste or Eng amoralist]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go