Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστροφος, -η, -ο [ástrofos] (L) philol
- not divided into stanzas, astrophic:
- άστροφο άσμα |
- άστροφη προλογική σύνθεση |
- αποδίδουμε σε ολόκληρο το χορό τα άστροφα λυρικά (FKakridis, adapted)
[fr kath άστροφος ← K, AG ἄστροφος, cpd w. στροφή]
- not divided into stanzas, astrophic: