Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ἰτέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ιτέα η· ετέα· ετιά.
  • Ιτιά:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 10275).

[αρχ. ουσ. ιτέα. Ο τ. ετιά και σήμ. ιδιωμ. Τ. ιτιά σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go