Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληνάλλως, επίρρ.
-
- Mε διάφορους τρόπους, με κάθε τρόπο:
- πάσχειν αλληνάλλως (Γλυκά, Στ. 570).
[<μτγν. επίθ. αλλήναλλος. H λ. τον 4.-5. αι. (Lampe)]
- Mε διάφορους τρόπους, με κάθε τρόπο: