Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλιναγώγηση η [xalinaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του χαλιναγωγώ· συγκράτηση, έλεγχος: H ~ των ορμών / των παθών / των ενστίκτων.
[λόγ. χαλιναγωγη- (χαλιναγωγώ) -σις > -ση]