Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόδειξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόδειξη η [ipóδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδεικνύω· ό,τι συμβουλεύει, προτείνει ή έμμεσα επιβάλλει κάποιος: Δεν έλαβε υπό ψη του τις υποδείξεις μου. Πρέπει να συμμορφώνεσαι προς τις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων. Δε δέχομαι υποδείξεις.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόδειξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go