Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σόφισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόφισμα το [sófizma] Ο49 : α. (και λογ.) συλλογισμός σκόπιμα εσφαλμένος αλλά φαινομενικά ορθός, για να προκαλέσει αμηχανία ή για να αποπλανήσει. β. γενικά κάθε λόγος που συνειδητά ή ασυνείδητα, οδηγεί σε αναληθή συμπεράσματα και εντυπώσεις· σοφιστεία: Mην προσπαθείς να ξεφύγεις με σοφίσματα.

[λόγ. < αρχ. σόφισμα (αρχική σημ.: `ικανότητα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go