Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συντέμνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντέμνω [sindémno] -ομαι Ρ αόρ. σύντμησα, απαρέμφ. συντμήσει, παθ. αόρ. συντμήθηκα, απαρέμφ. συντμηθεί, μππ. συντετμημένος* : (λόγ.) περικόπτω κτ., του περιορίζω τη χρονική διάρκεια ή την έκταση: Θα συντμηθούν οι προθεσμίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. συντέμνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go