Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντέμνω [sindémno] -ομαι Ρ αόρ. σύντμησα, απαρέμφ. συντμήσει, παθ. αόρ. συντμήθηκα, απαρέμφ. συντμηθεί, μππ. συντετμημένος* : (λόγ.) περικόπτω κτ., του περιορίζω τη χρονική διάρκεια ή την έκταση: Θα συντμηθούν οι προθεσμίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. συντέμνω]