Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόλισμαν ο [pólizman] Ο (άκλ.) πληθ. πολισμάνοι & πολισμάνος ο [poli zmános] Ο18 & πόλιτσμαν ο [pólitsman] Ο (άκλ.) πληθ. πολιτσμάνοι & πολιτσμάνος ο [politsmános] Ο18 : (προφ., παρωχ.) αστυφύλακας, αστυνομικός.
[λόγ. < αγγλ. policeman· γαλλ. policeman (< αγγλ. policeman) -ος· -τσ-: ίσως επίδρ. ιταλ. polizia `αστυνομία΄ (< αγγλ. police) '85 αρχ. πολιτεία `πολιτική διοίκηση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]