Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ούτως [útos] επίρρ. : (λόγ.) έτσι, στις εκφράσεις ~ ώστε, έτσι ώστε, για να, με αποτέλεσμα: Ξεκίνησα να διαβάζω από το Mάρτιο, ~ ώστε να είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις του Iουνίου. ~ ή άλλως*.
[λόγ. < αρχ. οὕτως]