Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυμάτιον το.
-
- Mικρό κύμα·
- (εδώ τεχνικός όρος) κυματοειδές σκάλισμα (Ορλάνδος-Τραυλός 1986: 162-3· λιγότερο πιθ. να πρόκ. εδώ για τα «νερά» του μαρμάρου):
- Λευκά ευμήκιστα εισί (ενν. τα μάρμαρα) και γέμουσι κυμάτια (Παϊσ., Iστ. Σινά 537).
- (εδώ τεχνικός όρος) κυματοειδές σκάλισμα (Ορλάνδος-Τραυλός 1986: 162-3· λιγότερο πιθ. να πρόκ. εδώ για τα «νερά» του μαρμάρου):
[αρχ. ουσ. κυμάτιον. T. τζυμάτζι σήμ. ιδιωμ.]
- Mικρό κύμα·