Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κήτος το [kítos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για τα πολύ μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά, όπως είναι η φάλαινα και το δελφίνι. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υπερβολικά ογκώδους.
[λόγ. < αρχ. κῆτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Κήτος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κήτος:
- Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κήτου (Οψαρ. 3611).
- Προσωποπ. του ουσ. κήτος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κήτος το.
-
- Ονομασία μεγάλων ψαριών, ιδίως υδρόβιων θηλαστικών:
- (Προδρ. IV 659), (Φυσιολ. (Legr.) 501).
[αρχ. ουσ. κήτος. Η λ. και σήμ.]
- Ονομασία μεγάλων ψαριών, ιδίως υδρόβιων θηλαστικών: