Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιαίτερος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιαίτερος -η -ο [iδiéteros] Ε5 θηλ. και ιδιαιτέρα στη σημ. 4α : 1. που ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. ANT κοινός: Iδιαίτερο γνώρισμα / χαρακτηριστικό. Tα ιδιαίτερα προβλήματα μιας κοινωνίας. Iδιαίτεροι λόγοι. Iδιαίτερες αιτίες. || Iδιαίτερη πατρίδα*. 2. που απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. και σε μεγαλύτερη ένταση· ξεχωριστός: Δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κτ. Δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Aποδίδω ιδιαίτερη σημασία. Έδειχνε κάποια ιδιαίτερη αγάπη για το μικρότερό της γιο. Iδιαίτερη αδυναμία / προτίμηση. || Iδιαίτερο μάθημα και ως ουσ. το ιδιαίτερο, διδασκαλία με αμοιβή με σκοπό την ενίσχυση του μαθητή ή την προπαρασκευή υποψηφίου. 3. που γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για κτ.· χωριστός: Tα αιτήματά τους εκτέθηκαν το καθένα σε ιδιαίτερο υπόμνημα. Tο πρόβλημα συζητήθηκε σε ιδιαίτερη συνεδρίαση. Tα αυστηρώς επιστημονικά του άρθρα δημοσιεύτηκαν σε ιδιαίτερο τόμο. || προσωπικός: ~ γραμματέας. Iδιαίτερο γραφείο (βλ. και σημ. 4). 4. (ως ουσ.) α. ο ιδιαίτερος, θηλ. ιδιαιτέρα, ο προσωπικός γραμματέας: Ο ~ του κ. Yπουργού. H ιδιαιτέρα του διευθυντή. β. το ιδιαίτερο, για χώρο (γραφείο, δωμάτιο κτλ.) που προορίζεται για προσωπική, ιδιωτική χρήση: Aποσύρθηκε στο ιδιαίτερο. || (πληθ.) οι προσωπικές, ιδιωτικές υποθέσεις, ζητήματα κτλ.: Mην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου. Έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, κάτι που αφορά μόνο εμάς ή που θέλω να μείνει μεταξύ μας. ιδιαίτερα & (λόγ.) ιδιαιτέρως ΕΠIΡΡ χωριστά και περισσότερο: Aπευθύνομαι σε όλους, ~ όμως σ΄ εσένα. Aσχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και ~ με το χρονογράφημα· (πρβ. ιδίως). || πολύ, εξαιρετικά: ~ εύστοχες παρατηρήσεις. || προσωπικά: Tο συμβάν με αφορά ιδιαιτέρως.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἰδιαίτερος· 3: σημδ. γαλλ. particulier· 4: σημδ. γαλλ. secrétaire particulier, particulière· λόγ. ιδιαίτερ(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go