Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευθέως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ευθέως, επίρρ.· φθέως.
  • 1) Αμέσως:
    • Ευθέως ως το ήκουσεν (Χρον. Τόκκων 1091).
  • 2) Σε ευθεία γραμμή:
    • ετέθησαν ευθέως (Χρον. Μορ. H 7045).

[αρχ. επίρρ. ευθέως. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go