Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιδιόρθωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδιόρθωση η [epiδiórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδιορθώνω· (πρβ. επισκευή): Πήγε το σκισμένο σακάκι στο ράφτη για ~. Επιδιορθώσεις υποδημάτων, ως επιγραφή σε τσαγκάρικο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιόρθω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go