Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενωρίς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενωρίς [enorís] επίρρ. χρον. : (λόγ.) νωρίς.

[λόγ. επίδρ. στο νωρίς κατά την ετυμ. του νωρίς < αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ `στη σωστή εποχή΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go