Combined Search
7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματικός -ή -ό [δermatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου: Δερματικά νοσήματα. Δερματικές παθήσεις.
[λόγ. < αρχ. δερματικός `από δέρμα΄ σημδ. γαλλ. de la peau]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτιν το· δερμάτι· δερμάτιον.
-
- 1)
- α) Το δέρμα του ζώου:
- ήτονε η τρίχα του ψαρή, μπαλώματα γεμάτη, … σ’ όλο του το δερμάτι (Ερωτόκρ. Β´ 340)·
- β) το γδαρμένο και ακατέργαστο περίβλημα του σώματος των ζώων, τομάρι:
- ντυμένος μ’ ένα δερμάτι λύκινο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1228]).
- α) Το δέρμα του ζώου:
- 2) (Συνεκδ.) ασκί:
- (Ιστ. Βλαχ. 1322).
- 3) Έκφρ. ζαμάρα με δερμάτι = άσκαυλος, γκάιντα:
- (Βίος Δημ. Μοσχ. 644).
- 4) (Μειωτ.) προκ. για το σώμα του ανθρώπου, γενικά για τον άνθρωπο (πβ. νεοελλ. τομάρι):
- μόνον να εξανάνιωνε το παλαιόν δερμάτι (Περί γέρ. 184 (έκδ. δερματάκι).)>
[αρχ. ουσ. δερμάτιον. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματίνη η [δermatíni] Ο30 : τεχνητή ουσία που αντικαθιστά το δέρμα3 στην κατασκευή διάφορων αντικειμένων.
[λόγ. δερματ- (δέρμα) -ίνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτινος, επίθ.
-
- Δερμάτινος·
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
- χιτώνας δερματίνους (Νεόφ. Έγκλ. Β´ 9).
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
[αρχ. επίθ. δερμάτινος. Η λ. και σήμ.]
- Δερμάτινος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερμάτινος -η -ο [δermátinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από δέρμα ζώου: Δερμάτινα είδη. Δερμάτινη ζώνη / τσάντα. Δερμάτινο σακάκι / παντελόνι. Δερμάτινα γάντια. || (ως ουσ.) το δερμάτινο, επανωφόρι φτιαγμένο από δέρμα.
[λόγ. < αρχ. δερμάτινος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτιον το,
- βλ. δερμάτιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματίτιδα η [δermatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του δέρματος.
[λόγ. < γαλλ. dermatite, dermite < dermat- < αρχ. δερματ- (δέρμα) -ite = -ίτις > -ίτιδα]