Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έξοχος, επίθ.
-
- (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) που υπερέχει, εξαιρετικός, σπουδαίος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56317), (Καλλίμ. 363).
[αρχ. επίθ. έξοχος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) που υπερέχει, εξαιρετικός, σπουδαίος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξοχος -η -ο [éksoxos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ καλός· υπέροχος, θαυμάσιος: Ένας ~ άνθρωπος / επιστήμονας / καλλιτέχνης / συγγραφέας. Έξοχη αγόρευση / ιδέα / μουσική. Έξοχο κλίμα. || εκλεκτός: Έξοχο φαγητό / κρασί.
έξοχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Φέρεται / μιλάει ~. Πώς πήγες στις εξετάσεις; -~. [λόγ. < αρχ. ἔξοχος]