Combined Search
26 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- έναντι [énandi] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος. α. (λόγ.) με καθαρά τοπική σημασία· απέναντι, αντίκρυ: ~ της εισόδου. β. για δήλωση σύγκρισης: Yστερεί ~ όλων των άλλων, σε σύγκριση, σε σχέση με όλους τους άλλους. γ. σε σχέση με κτ., όσον αφορά κτ., ως προς κτ.: Είναι συνεπής ~ των υποχρεώσεών του. δ. με αντάλλαγμα κτ. (συνήθ. ορισμένο χρηματικό ποσό)· αντί: Πουλήθηκε ~ δύο εκατομμυρίων δραχμών. 2. (απολύτως) για να δηλωθεί η καταβολή ή η λήψη μέρους από οφειλόμενο ποσό ή λογαριασμό που δεν έχει ακόμη κλείσει: Kατέβαλε χίλιες δραχμές ~. Έλαβα χίλιες δραχμές ~. Δώσε κτ. ~.
[λόγ. < ελνστ. ἔναντι `επί παρουσία κάποιου, απέναντι΄ & σημδ. γαλλ. contre]
- ενάντια [enándia] επίρρ. : α.~ σε, σε θέση πρόθεσης, αντίθετα προς την κατεύθυνση κάποιου· κόντρα σε: Πλέαμε ~ στον άνεμο. β. αντίθετα προς τη βούληση, τις επιδιώξεις κάποιου· κόντρα: Mη μου πας ~. Όλο ~ μου πηγαίνεις.
[λόγ. ενάντι(ος) επίρρ. -α (διαφ. το συγγ. αρχ. επίρρ. ἐναντία (ίδ. σημ.) < ουδ. πληθ. του ἐναντίος)]
- ενάντια, εναντία, επίρρ.,
- βλ. αγνάντια.
- εναντιολογία η [enandiolojía] Ο25 : αντίρρηση, αντιλογία.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογία]
- εναντιολογώ [enandioloγó] Ρ10.9α : προβάλλω αντιρρήσεις, εκφράζω το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει κάποιος.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογῶ]
- εναντιολογώ.
-
- Έρχομαι σε αντίθεση:
- εις έν ομονοήσαντες Ιταλοί και Γραικοί, … υπεστρώθη όρος … ως ουκ εναντιολογήσουσι πώποτε (Δούκ. 26727).
[αρχ. εναντιολογέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Έρχομαι σε αντίθεση:
- εναντιομορφία η [enandiomorfía] Ο25 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφισμός.
[λόγ. < γερμ. Εnantiomorphie < enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ie = -ία]
- εναντιομορφισμός ο [enandiomorfizmós] Ο17 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφία.
[λόγ. < αγγλ. enantiomorphism < γερμ. enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ism = -ισμός]
- εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] Ε5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου.
[λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]
- εναντίον [enandíon] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· κατά 2: Πολεμώ / επιτίθεμαι ~ κάποιου. Επίθεση ~ κάποιου. 2. (με γεν. ή απολύτως) αντί του ενάντια: Mην είσαι όλο ~.
[λόγ. < αρχ. ἐναντίον `απέναντι΄ κατά τη σημ. του ενάντιος]