Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμφαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμφαση η [émfasi] Ο33 : έντονος και ζωηρός τρόπος έκφρασης, ύφος έντονο και ζωηρό: Δήλωσε με ~ ότι δε θα υποχωρήσει. «Aυτό θέλω κι εγώ», είπε με ~. || (έκφρ.) αποδίδω / δίνω ~ σε κτ., το τονίζω ιδιαίτερα, το υπογραμμίζω ή του δίνω ιδιαίτερη σημασία και προσοχή: Xωρίς να παραγνωρίζει την ορθότητα της διατύπωσης δίνει ιδιαίτερη ~ στο περιεχόμενο.

[λόγ. < ελνστ. ἔμφα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παρουσίαση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go