Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Δ*"
35 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φωνητική]
- Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο [International Phonetic Alphabet]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- διεπιδραστική κοινωνιογλωσσολογία [interactional linguistics]
-
Βλ. κοινωνιογλωσσολογία
- διόρθωση [correction]
- Όταν ο ομιλητής (ή ένας από τους συνομιλητές του) αισθανθεί την ανάγκη -για χάρη της καλύτερης επικοινωνίας- να διακόψει απότομα τον λόγο, πριν ολοκληρωθεί συντακτικά το εν εξελίξει εκφώνημα, και συνεχίσει τροποποιώντας το ή κάνοντας καινούρια αρχή, τότε κάνουμε λόγο για όψης, χρόνου, πτώσης, προσώπου, αριθμού, γένους κ.ά.) ή γλωσσικά ολισθήματα. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων...
- διπλασιασμός [gemination]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- διπλή άρθρωση [double articulation]
- Ο όρος συνδέεται με το έργο του A. Martinet και αναφέρεται σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας, με βάση το οποίο αυτή διαφοροποιείται από τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας: το γεγονός ότι η ανθρώπινη γλώσσα αρθρώνεται/δομείται σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της οικονομία αυτή η ανθρώπινη γλώσσα θα ήταν ένα σύστημα εξαιρετικά περίπλοκο, στον βαθμό που το παιδί -αλλά και οι...
- διπλογλωσσία [bilingualism]
-
Βλ. διγλωσσία / διπλογλωσσία
[σύνταξη]
- δίπτυχη δομή [cleft sentence]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[σύνταξη]
- δίπτυχη πρόταση [cleft sentence]
- Πρόκειται για έναν όρο της σύγχρονης γραμματικής θεωρίας, ο οποίος αναφέρεται σε ένα συντακτικό σχήμα που χρησιμοποιείται προκειμένου να δοθεί έμφαση σε ένα συγκεκριμένο προτασιακό όρο ή (δευτερεύουσα) πρόταση. Με το σχήμα αυτό, που είναι δάνειο από τα αγγλικά και γαλλικά, μια αρχική πρόταση χωρίζεται σε δύο τμήματα (εξού ο όρος ονοματική φράση / προθετική φράση / ολόκληρη δευτερεύουσα πρόταση)...
[φωνητική]
- διχειλικό σύμφωνο [bilabial consonant]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσης. Πρόκειται για το σύμφωνο που παράγεται όταν τα δύο χείλη προσεγγίζουν πολύ ή κλείνουν τελείως. Διχειλικά σύμφωνα της νέας ελληνικής είναι τα κλειστά [p] και [b] (άηχο και ηχηρό αντίστοιχα) και το έρρινο [m]. Σε άλλες γλώσσες υπάρχουν και εξακολουθητικοί διχειλικοί φθόγγοι, [ɸ ß]: π.χ. ισπ. caχειλοδοντικά συμπληρώνουν...
- δομική αμφισημία [structural ambiguity]
-
Βλ. αμφισημία