Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρός
13 εγγραφές [1 - 10]
αφρός [afrós] ο,
  • ① foam, froth, suds (syn in άφρη 1):
    • ~ του κρασιού, της μπίρας |
    • ~ του σαπουνιού lather |
    • ~ του κρέατος scum |
    • ~ ξυρίσματος shaving foam |
    • άσπρος σαν τον αφρό |
    • το απορρυπαντικό αυτό δεν κάνει αφρό |
    • σταμάτησε το πλύσιμο, τίναξε τους αφρούς από τα χέρια (Myriv) |
    • απ' το στόμα του [sc του ζώου] τινάζουνται αφροί (Venezis) |
    • μου φέρνει κάθε πρωί ένα κανάτι κατσικήσιο γάλα, όλο αφρό και βουνήσιο άρωμα (KPolitis) |
    • είδαμε την A. πεσμένη .. να βγάζει αφρούς απ' το στόμα της (Tachtsis)
  • ⓐ fig phr βγάζω αφρούς froth at the mouth, be or become exceedingly angry, foam, rage (syn in αφρίζω A2):
    • αντί σαν πιο μεγάλος να σταθείς κοντά της, .. εσύ βγάζεις αφρούς από το στόμα (Palaiologos)
  • ② specif sea-foam, sea-spray, surf (syn αφρόνερο 1):
    • ο αέρας σηκώνει αφρό |
    • εξάνοιγες .. λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα (Solom) |
    • οι αμμουδιές γίνουνται κάτασπρες από τους αφρούς (Kondylakis) |
    • ήρθε κι άλλο [κύμα] με δύναμη, γέμισε με αφρό και νερά τη βάρκα (Venezis)
  • ⓑ surface of the sea (syn αφρή 2, αφρόνερο 2):
    • καθετή, παραγάδι του αφρού |
    • το ψάρι κολυμπάει στον αφρό |
    • τα νησιά κρατιούνται πάνω στον αφρό σαν αλαφρόπετρες (KPolitis)
  • ⓒ fig βγαίνω (έρχομαι, μένω etc) στον αφρό get to a high social position, rise to the top:
    • prov οι φελλοί πάντα στον αφρό cork always floats on top (said of worthless persons who manage to advance socially and otherwise) |
    • έρχονται στον αφρό οι επιτήδειοι, οι κόλακες κι οι ραδιούργοι (Karagatsis)
  • ③ fig s.o. exceptionally beautiful or desirable:
    • κορίτσι ~ |
    • πού θα την ξαναβρείς τέτοια νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιον κρίνο; τι καλύτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; (Eftaliotis)
  • ⓓ best or choicest part of sth, pick, cream (syn in αφρόγαλα 2):
    • τουφεκίζεται .. ο ~ της κοινωνίας της Σπάρτης, 184 άτομα (ChZalokostas) |
    • poem της φυλής των Eλλήνων | μπορεί να είσαι ο ~ (Palam)
  • ④ fig sth soft, light, or airy:
    • ψωμί ~ |
    • παξιμάδι ~ crumbly toast |
    • αυτό το φαγητό είναι ~, χωνεύεται εύκολα
  • ⓔ sth fleeting, short-lived, or valueless (syn καπνός):
    • poem .. σα να το 'λιωσε | το σφιχταγκάλιασμά σου, | πάει, ~ το μάρμαρο | κι όνειρο τ' άγαλμά σου (Palam) |
    • καπνοί είναι τα μελλούμενα κι ~ τα περασμένα (Karthaios)
  • ⓕ nonsensical or empty talk, hot air, froth, rant (syn μπαρούφα, σαπουνόφουσκα)

[fr postmed, MG αφρός ← K (also pap), AG]

αφροσκέπαστος, -η, -ο [afroscépastos]
  • covered w. foam:
    • η εικόνα αυτή .. ήταν σαν το σχήμα που παίρνουν στην αφροσκέπαστη επιφάνεια της θάλασσας τα σκόρπια συντρίμμια, αφού κοπάσει η τρικυμία (Xenop)

[cpd w. ModG σκεπαστός (: σκεπάζω); Hesych. s. λαμπήνη· .. ἃρμα σκεπαστόν; cf ἀσκέπαστος (Dioscor. +), εὐ- (Thuc, Dio Cass.), θεοσκέπαστος (C. Porphyrog.) etc]

αφροστεφάνι [afrostefáni] το, poet
  • crown made of foam, foamy crown:
    • poem πρόβαλλε τότε από το σπίτι της και η κόρη |..| σ' ένα χορευτικό πελάγωμα γιομάτο | από νερογαργάρισμα κι αφροστεφάνια | και πρόσταζε τη θάλασσα κλ (Palam)

[cpd w. MG στεφάνιν (Assizes & CGL 7.643b) ← K, ByzG στεφάνιον]

αφροστέφανος, -η, -ο [afrostéfanos] (L)
  • crowned by foam, foam-capped, white-capped (syn αφροστεφανωμένος, αφροστεφάνωτος):
    • τον προτιμάς αυτόν ή τη θάλασσα με τα κύματά της τ' αφροστέφανα (Drosinis) |
    • το βαποράκι .. φεύγει .. γύρω του μιαν αφροστέφανη λευκή λίμνη σχηματίζοντας (Palam)

[cpd w. στέφανος]

αφροστεφάνωμα [afrostefánoma] το, (L)
  • act or result of crowning, perfection, completion, climax (near-syn αποκορύφωμα, επιστέγασμα, επιστεφάνωμα):
    • η ποίηση είναι .. το ωράισμα κάθε ανθρώπινης πράξης και το ~ κάθε δημιουργίας (Diomatari)

[der of αφροστεφανώνω]

αφροστεφανωμένος, -η, -ο [afrostefanoménos] (L)
  • crowned by foam, foam-capped, white-capped (syn in αφροστέφανος):
    • αφροστεφανωμένα κύματα |
    • αφήνοντας πίσω μας τις αφροστεφανωμένες ακτές της Xίου, ξαναβρεθήκαμε πάνω από το Aιγαίο (Ouranis) |
    • η Mύκονος ξεπήδησε αφροστεφανωμένη μέσ' από τα κύματα (Sfakianakis)

[ppp of αφροστεφανώνω]

αφροστεφανώνω [afrostefanόno] (L)
  • crown w. foam:
    • η θάλασσα .. κουμαντάρει τη ζωή της Πάργας· μάνα, τη νανουρίζει στοργικά, σατράπισσα, την αφροστεφανώνει (Petsalis)

[cpd w. στεφανώνω]

αφροστεφάνωτος, -η, -ο [afrostefánotos] (L)
  • crowned w. foam, foam-capped, white-capped (syn in αφροστέφανος):
    • αφροστεφάνωτα πέλαγα |
    • poem δικός σου είν' ο πολύκαρπος της Eλευσίνας κάμπος, |..| και η άκρ' η αφροστεφάνωτη του γαλανού Φαλήρου (Palam) |
    • χαίρε, αφροστεφάνωτη, ανθόσπαρτη πατρίδα (Athanas)

[neol (Koumanoudis: 1888 etc), cpd w. στεφανωτός (: στεφανώνω); cf AG (Sappho) & ModG αστεφάνωτος, ανθο-, δαφνο-, κισσο-, ροδο-, χρυσοστεφάνωτος, all in ModG]

αφρόστηθο [afróstiθo] το, poet
  • soft and plump breast:
    • poem .. γυναικών στο διάβα τους χαϊδεύουνε | αφρόστηθα βελούδινα (Karyotakis) |
    • κουμπί στο χέρι να κινούσα το ένα αργά | και στ' άλλο μου τ' αφρόστηθό σου να ριγά (Malakasis)

[cpd w. στήθο (or στήθι) ← στήθος; cf cpds άστηθος, ανάστηθος, ξέστηθος, γυμνό-, πλατύ-στηθος etc]

αφροστολίζω [afrostolízo] aor αφροστόλισα, poet
  • decorate w. (sea) foam:
    • poem κι η θάλασσα αφροστόλισε το βράχο το χνουδάτο (Palam)

[cpd w. στολίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες