Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνδικάλιστος
1 εγγραφή
ασυνδικάλιστος, -η, -ο [asin∂ikálistos] (L)
  • not unionized, non-union (near-syn ανοργάνωτος 2, ant συνδικαλισμένος):
    • ασυνδικάλιστοι εργάτες

[fr kath (neol) ασυνδικάλιστος, cpd w. *συνδικαλιστός (: συνδικαλίζομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες