Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρίχωση
1 εγγραφή
αποτρίχωση [apotríxosi] η, (L)
  • ① removal of (body) hair, depilation (syn αποψίλωση):
    • λαβίδα για ~ |
    • αποτελεσματικό μέσο αποτρίχωσης |
    • αιστάνθηκε την ανάγκη να κάνει μια γερή ~ στις γάμπες και στις μασχάλες της (Tsirkas)
  • ② leather industry stripping of hair, graining (syn μάδημα)

[fr kath αποτρίχωσις ← PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες