Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανηφοροκατήφορος [aniforokatíforos] ο,
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:
- βασανιστικός ~ |
- καλντερίμια της πολιτείας δεν τα αισθάνεται κανείς βασανιστικά στα πόδια του με τον ατελεύτητο ανηφοροκατήφορό τους (Panagiotop) |
- οι δρόμοι ήταν μόλις χαραγμένοι, ανηφοροκατήφοροι (Terzakis)
[cpd of ανήφορος & κατήφορος]
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:



