Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβολιστά
1 εγγραφή
ακροβολιστά [akrovolistá] adv
  • skirmishingly (syn ακροβολιστικά)

[der of *ακροβολιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες