Greek-English Dictionary (Georgakas)
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- αγαπώ1 [aγapó] η, gen αγαπώς,
- female lover, sweetheart (syn αγαπητικιά, ερωμένη, καλή, φιλενάδα) usu in folks.:
- folks. της έλεγα της αγαπώς ψηλά να μ' ανεβάση |
- poem στα μακρινά χωριά γυρίζου οι νιοι τη δρόσο στα μαλλιά τους, | κι ακόμα μες στον κόρφο η μυρωδιά της αγαπώς αχνίζει (Kazantz)
[cf αγαπός]
- female lover, sweetheart (syn αγαπητικιά, ερωμένη, καλή, φιλενάδα) usu in folks.:
- αγαπώ2 [aγapó] (& αγαπάω) impf αγαπούσα & αγάπαγα, aor αγάπησα, mi
- & pass αγαπιέμαι, aor αγαπήθηκα, ppp αγαπημένος
- ① have affection for, love:
- αγάπησε κι αγαπήθηκε στη ζωή του he loved and was loved during his lifetime |
- ~ με όλη μου την ψυχή I feel love (for other people) w. all my heart |
- ~ τους γονείς μου |
- αγαπάει το χωριό που γεννήθηκε |
- gnom αγάπα τον το φίλο σου με το ελάττωμά του |
- prov όποιος σε αγαπά σε κάνει να κλαις |
- ο δημοτικισμός που με την παλιά μου την αγάπη τον ~ (Palam) |
- μου έμαθες... ν' ~ τα μεγάλα κεφάλια που γέννησες (Psichari) |
- poem όπου στέκομαι, όπου πάω, |...| με το νου μου λέω |
- δε σ' ~, | σ' αγαπάω (Palam) |
- δεν ξέρω αν έχης μάνα, αν έχης κύρη, | όμως εγώ σαν στοργική μητέρα σε αγαπάω (Zevgoli) |
- | mi αγαπιέμαι be loved |
- το παιδί είναι τέτοιο που αγαπιέται the boy is such as to be loved |
- τ' αδέρφια αγαπιούνται brothers (and sisters) love each other (syn τ' αδέρφια αγαπούν ο ένας τον άλλο)
- ⓐ be reconciled (coinciding w. αγαπίζω, q.v.):
- ήταν μαλωμένοι, τώρα όμως αγαπήσανε |
- αδέρφια είναι, θ' αγαπήσουνε μια μέρα
- ⓑ have the inclination to or a fondness for, take pleasure in doing sth, be fond of, be keen on, cherish (syn έχω κλίση or αδυναμία σε κάτι, κάτι μου αρέσει πολύ):
- αγαπάει τη μουσική, την ποίηση, τα γράμματα, το χορό, το καλό κρασί, τα φρούτα κλ |
- οι γάτες αγαπούν τα ψάρια |
- ο Θοδωρής αγάπαγε την κουβέντα (Manglis) |
- δεν αγαπάει τις συναναστροφές |
- idiom phr αγαπάει τα ξινά (s)he inclines to sensual pleasure or likes amorous adventures
- ⓒ take pleasure in, like to, w. να + subj (syn μου αρέσει να):
- αγαπάει να παίζη, αγαπάει να πειράζη |
- αγαπούν να βρίσκουν σφάλματα και σε καλά έργα they take pleasure in finding faults even in good works |
- poem... αγάπαε να σκορπίση | ρόδα σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε μάτι αχτίνες (Markoras) |
- ο πονηρός υπενωματάρχης αγαπούσε να περνάη για μυστικοσύμβουλος του γιατρού (Nirvanas) |
- δεν έκανε γούστο τις ερεθιστικές ιστορίες που αγαπούν να πιπιλίζουν οι φαντάροι (Myriv) |
- ο καλλιτέχνης... είναι ο τύπος του ανθρώπου που αγαπά να δείχνεται (Papanoutsos) |
- δεν ~ να με φιλής μπροστά σε ξένους (Rotas)
- ⓓ wish, want (syn θέλω, L επιθυμώ):
- τι αγαπάτε, παρακαλώ; (syn τι θέλετε, παρακαλώ;) |
- τι αγαπά ο κύριος; |
- τι αγαπάς, κυρά μου; |
- πάρτε ό,τι αγαπάτε |
- όπως αγαπάς (αγαπάτε) as you wish or like |
- αν αγαπάς (αγαπάτε) if you like or please |
- phr να χαρής ό,τι αγαπάς! (wish to one of whom sth is requested)
- ② be in love, absoluteley or w. s.o. (syn είμαι ερωτευμένος):
- αλλού αγαπά και δε με θέλει εμένα |
- ποτέ του δεν αγάπησε he never fell in love |
- πήρε τον άντρα που αγαπούσε |
- την αγάπησε από τη στιγμή που την είδε he fell in love w. her the instant he saw her |
- η κόρη αγαπάει έναν πληβείο κι έχει σχέσεις μαζί του (Dimaras) |
- poem αγάπησέ με, Aνθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα (Solom) |
- | mi αγαπιέμαι |
- αγαπιούνται από καιρό they have been in love for a long time |
- αγαπιέται πολύ το ζευγάρι αυτό this couple is very much in love
[fr MG αγαπώ ← K, AG]
- αγαπώς s. αγαπός.